- ταχίων
- τᾰχίων, [suff] τάφρ-ιον, [full] τάχιστος, [suff] τάφρ-ιστα,A v. ταχύς c.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ταχίων — τάχιον, ΜΑ (συγκριτ. τ.) βλ. ταχύς … Dictionary of Greek
ταχίων — τάχος swiftness neut gen pl (doric) ταχύς swift masc/neut gen pl (doric) ταχί̱ων , ταχύς swift masc/fem nom comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ταχύς — εία, ύ / ταχύς, εῑα, ύ, ΝΜΑ, συγκριτ. ταχύτερος, η, ο, υπερθ. ταχύτατος, η, ο και τάχιστος, η, ο, Ν, και συγκριτ. ταχύτερος, έρα, ον και ταχίων, τάχιον, και θάσσον, θᾱσσον, και υπερθ. ταχύτατος, άτη, ον και τάχιστος, ίστη, ον, ΜΑ, και αττ. τ.… … Dictionary of Greek